Skip to content Skip to sidebar Skip to footer

Θεραπεία Διαταραχών Πρόσληψης Τροφής

Νεότερα επιδημιολογικά δεδομένα αναφέρουν ότι οι διαταραχές πρόσληψης τροφής (ΔΠΤ) αποτελούν πλέον συχνές διαταραχές που επηρεάζουν σε ατομικό επίπεδο την ποιότητα ζωής των πασχόντων και σε συλλογικό επίπεδο τα δημόσια συστήματα υγείας.

Η ψυχοθεραπεία αποτελεί την βασική συνιστώσα για την αντιμετώπιση των ΔΠΤ. Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία έχει αποδειχθεί  ερευνητικά  ως θεραπεία εκλογής  για την αντιμετώπιση της ψυχογενούς ανορεξίας, της ψυχογενούς βουλιμίας και της διαταραχής υπερφαγίας στον ενήλικο πληθυσμό.  Προτού όμως αναφερθούμε στην γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία των διαταραχών πρόσληψης τροφής θα ήταν χρήσιμο να δούμε τι είναι οι διαταραχές πρόσληψης τροφής. 

Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής (ΔΠΤ) χαρακτηρίζονται από την επίμονη  διαταραγμένη συμπεριφορά διατροφής καθώς και άλλων σχετικών συμπεριφορών που οδηγούν σε λήψη τροφής η οποία παρεμβαίνει αρνητικά τόσο στην σωματική υγεία όσο και στην ψυχοκοινωνική λειτουργικότητα.  Ακόμη χρειάζεται να τονίσουμε πως οι ΔΠΤ δεν είναι τάση ή πείσμα ούτε διατροφικό πρόβλημα.

Βασικό ψυχοπαθολογικό στοιχείο όλων των διαταραχών πρόσληψης τροφής είναι ο έλεγχος απέναντι στην προσλαμβανόμενη τροφή. 

Οι ΔΠΤ είναι ψυχικές παθήσεις και αφορούν σε σκέψεις, συμπεριφορές και συναισθήματα σε σχέση με το φαγητό και το σχήμα και το βάρος του σώματος.  Τέτοιες συμπεριφορές μπορεί να είναι το συχνό ζύγισμα, το μέτρημα θερμίδων, η υπερφαγία, το συχνό τσεκάρισμα σημείων του σώματος στο καθρέφτη και αλλού, η πρόκληση εμετού, η χρήση καθαρτικών και  διουρητικών και η καταναγκαστική άσκηση.  Τις περισσότερες φορές οι ασθενείς αισθάνονται ντροπή για τις συμπεριφορές αυτές και συχνά αποκρύπτουν από τα κοντινά τους πρόσωπα ότι κάνουν  βουλιμικά επεισόδια, αυτοπροκαλούμενους εμετούς κλπ.

Οι κύριες διαταραχές πρόσληψης τροφής σύμφωνα με το διαγνωστικό εγχειρίδιο ψυχικών διαταραχών DSM-5 είναι η ψυχογενής ανορεξία, η ψυχογενής βουλιμία και η διαταραχή υπερφαγίας.

Οι ΔΠΤ μπορεί να επηρεάσουν άτομα όλων των ηλικιών, φύλων, εθνοτήτων. Εκείνοι που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο είναι  οι νεαροί ενήλικες και οι έφηβοι με την ψυχογενή ανορεξία να ξεκινά νωρίτερα από τη ψυχογενή βουλιμία και τη διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας. H έναρξη της ψυχογενούς βουλιμίας τοποθετείται μεταξύ 15-25 ετών. Στους ενήλικες πληθυσμούς, επικρατέστερη είναι η διαταραχή υπερφαγίας, η οποία έχει και την πιο όψιμη έναρξη (22- 25 ετών). 

Οι περισσότερες μελέτες έχουν δείξει ότι οι ΔΠΤ επηρεάζουν κυρίως τις γυναίκες, χωρίς αυτό όμως να σημαίνει ότι είναι μια αποκλειστικά γυναικεία πάθηση. Συγκεκριμένα η αναλογία φύλου, γυναίκες προς άντρες στην ανορεξία είναι 9:1 και στην βουλιμία 7:3. Ωστόσο, όσον αφορά την διαταραχή υπερφαγίας έρευνες δείχνουν αυξητικές τάσεις στον ανδρικό πληθυσμό με το ποσοστό των πασχόντων ανδρών να φτάνει το 35% του συνόλου των πασχόντων (ανδρών και γυναικών). Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι άνδρες με διατροφικές διαταραχές είναι λιγότερο πιθανό να αναζητήσουν θεραπεία πολύ συχνά λόγω της προκατάληψης ότι οι ΔΠΤ είναι «γυναικείες παθήσεις» καθώς και λόγω ελλιπών γνώσεων γύρω από τις ΔΠΤ. 

Όσον αφορά την συμπτωματολογία και τα δύο φύλα παρουσιάζουν τα ίδια βασικά συμπτώματα με την διαφορά ότι οι άνδρες επιδιώκουν περισσότερο την απόκτηση γυμνασμένου σώματος (δηλαδή την αύξηση της μυϊκής τους μάζας) και συνεπώς χρησιμοποιούν την έντονη γυμναστική ως αντισταθμιστική συμπεριφορά σε αντίθεση με τις γυναίκες που ενδιαφέρονται περισσότερο για την λέπτυνση του σώματος.

Η ψυχογενής ανορεξία είναι η λιγότερο συχνή από τις διαταραχές πρόσληψης τροφής. Έχει ποσοστό εμφάνισης 1%-2% στο γυναικείο πληθυσμό και 0,3% στον ανδρικό πληθυσμό. Ωστόσο είναι η διαταραχή με τις σοβαρότερες συνέπειες στην υγεία του ασθενούς και έχει τα μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας από οποιαδήποτε άλλη ψυχική διαταραχή. Η θνησιμότητα στον πληθυσμό των ανορεκτικών έχει υπολογιστεί στο 6- 10% ανά δεκαετία νόσησης, με κυριότερη αιτία θανάτου τις ιατρικές επιπλοκές. Αξίζει όμως να τονίσουμε ότι η πλειονότητα των ιατρικών επιπλοκών (όπως βραδυκαρδία, ορθοστατική υπόταση, απουσία εμμήνου ρύσης, απώλεια μαλλιών, οστεοπόρωση κ.α) που εμφανίζονται λόγω του υποσιτισμού και των καθαρτικών συμπεριφορών είναι αναστρέψιμες με την αποκατάσταση της διατροφής.

 Αν και η ονομασία «ανορεξία» παραπέμπει σε απουσία ή μείωση της όρεξης στην πραγματικότητα το αίσθημα της πείνας υπάρχει και οι ασθενείς προσπαθούν να το ελέγξουν.  Στη ψυχογενή ανορεξία κύρια χαρακτηριστικά των ασθενών είναι το ιδιαίτερα χαμηλό σωματικό βάρος, ο έντονος περιορισμός στην πρόσληψη τροφής, ενώ μπορεί  να υπάρχουν και υπερφαγικά επεισόδια τα οποία στη συνέχεια ο ασθενής «αντιρροπεί» με έντονη άσκηση, αυτοπροκαλούμενους εμέτους ή λήψη καθαρτικών. Στην ψυχογενή ανορεξία οι ασθενείς έχουν υπερβολικό φόβο για πιθανή αύξηση του βάρους τους και για αυτό αποκλείουν από την διατροφή τους μεγάλες ομάδες τροφίμων όπως λίπη και υδατάνθρακες. Διαμορφώνουν τους δικούς τους άκαμπτους διατροφικούς κανόνες και προσπαθούν να τους τηρούν ευλαβικά. Επίσης, έχουν διαταραγμένη εικόνα για το σώμα τους, δηλαδή πιστεύουν ότι έχουν κανονικό ή ακόμη και υπέρβαρο σώμα. Παραπονιούνται ότι το σώμα τους είναι παχύ και δύσμορφο και προσπαθούν με τον υποσιτισμό να φτάσουν «τελειοθηρικά» στην ιδανική σωματική εικόνα. 

Η ψυχογενής βουλιμία έχει ποσοστό εμφάνισης 4%-8% στο γυναικείο πληθυσμό και 2% στον ανδρικό πληθυσμό. Είναι η διαταραχή κατά την οποία το άτομο έχει επεισόδια βουλιμίας, καταναλώνει δηλαδή  σε μικρό χρονικό διάστημα ποσότητα φαγητού, η οποία είναι μεγαλύτερη από αυτή που θα κατανάλωναν οι περισσότεροι άνθρωποι σε ανάλογο χρόνο και συνθήκες. Κατά την διάρκεια του βουλιμικού επεισοδίου το άτομο τρώει πολύ πιο γρήγορα από το κανονικό, αισθάνεται ότι έχει χάσει τον έλεγχο με την τροφή και δεν μπορεί να σταματήσει την κατανάλωση φαγητού. Κατά την διάρκεια του υπερφαγικού επεισοδίου το άτομο αισθάνεται προσωρινή ανακούφιση.

Ωστόσο αφού τελειώσει το υπερφαγικό, αισθάνεται ενοχές και ανησυχεί υπερβολικά για το σχήμα ή και το βάρος του σώματός του. Στην προσπάθεια του να αναιρέσει το βουλιμικό επεισόδιο, να εμποδίσει την αύξηση του βάρους και να μειώσει τις ενοχές και την ντροπή που νιώθει οδηγείται σε συμπεριφορές όπως αυτοπροκαλούμενοι εμετοί, λήψη καθαρτικών ή και διουρητικών, υπερβολική άσκηση και νηστεία. Η αντιστάθμιση αυτή το οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο από τον οποίο δυσκολεύεται να βγει. 

Για να τεθεί η διάγνωση της βουλιμίας χρειάζεται τα επεισόδια υπερφαγίας και η αντισταθμιστική συμπεριφορά να εμφανίζονται τουλάχιστον 1 φορά την εβδομάδα για 3 μήνες. Η πλειοψηφία των ατόμων που υποφέρουν από ψυχογενή βουλιμία έχουν φυσιολογικό βάρος (έχουν δηλαδή δείκτη μάζας σώματος ανάμεσα στο 20 και 25)

Η διαταραχή υπερφαγίας είναι η συχνότερη ΔΠΤ.  Έχει ποσοστό εμφάνισης 4%- 7% στο γενικό πληθυσμό και 5%-8% στο πληθυσμό των παχύσαρκων ατόμων. Στην διαταραχή επεισοδιακής υπερφαγίας έχουμε επανειλημμένα επεισόδια υπερκατανάλωσης φαγητού έως το σημείο της στομαχικής δυσφορίας, τα οποία δεν ακολουθούνται από κάποια μέθοδο κάθαρσης (π.χ εμετός, χρήση καθαρτικών ή και διουρητικών, υπερβολική άσκηση, νηστεία).  Κατά την διάρκεια των υπερφαγικών επεισοδίων το άτομο καταναλώνει  σε μικρό χρονικό διάστημα ποσότητα φαγητού, η οποία είναι μεγαλύτερη από αυτή που θα κατανάλωναν οι περισσότεροι άνθρωποι σε ανάλογο χρόνο και συνθήκες. Κατά την διάρκεια του υπερφαγικού επεισοδίου το άτομο τρώει πολύ πιο γρήγορα από το κανονικό, αισθάνεται ότι έχει χάσει τον έλεγχο με την τροφή και δεν μπορεί να σταματήσει. Ακόμη αισθάνεται ντροπή και ενοχή για τα υπερφαγικά επεισόδια για αυτό και τρώει μόνο του. Επίσης βιώνει έντονο άγχος για τις υπερφαγικές κρίσεις και για την αύξηση του βάρους του. 

Για να τεθεί η διάγνωση της υπερφαγίας χρειάζεται τα επεισόδια υπερφαγίας να εμφανίζονται τουλάχιστον τουλάχιστον 1 φορά την εβδομάδα για 3 μήνες. Επειδή όπως αναφέραμε στην διαταραχή αυτή, απουσιάζουν οι αντισταθμιστικές συμπεριφορές το άτομο τείνει να αυξάνει το βάρος του και να καταλήγει υπέρβαρο.

Οι ΔΠΤ κατά μία έννοια δεν είναι ασθένειες που πρέπει να θεραπευτούν. Είναι μια ιδιαίτερη παθολογική λύση που έχει «εφεύρει» ο εγκέφαλος και χρειάζεται να αντικατασταθεί από λειτουργικούς τρόπους σκέψης, συμπεριφοράς και ρύθμισης των συναισθημάτων. Εκεί έγκειται ο ρόλος της ψυχοθεραπείας. Παρακάτω θα παρουσιάσουμε τους βασικούς στόχους της γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας για την αντιμετώπισης των ΔΠΤ.

Ο πρώτος σημαντικός στόχος για τους ασθενείς με ανορεξία είναι να επανακτήσουν ένα φυσιολογικό βάρος. Αυτό  μπορεί να γίνει με ενδονοσοκομειακή παρέμβαση, αν οι ασθενείς έχουν εξαιρετικά χαμηλό δείκτη μάζας σώματος, καθώς ένας υποσιτισμένος εγκέφαλος δεν μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά ώστε να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία και να προβεί σε αλλαγή. Στους σοβαρά υποσιτισμένους ασθενείς η σκέψη γίνεται άκαμπτη, εμφανίζουν σημαντικά γνωστικά ελλείμματα  ενώ χρειάζεται να τονίσουμε ότι ο ίδιος ο υποσιτισμός διαιωνίζει την διαταραχή. Στην συνέχεια, κατόπιν ιατρικής παρακολούθησης, αντιμετωπίζονται οι  σωματικές επιπλοκές που έχουν προκύψει από την διαταραχή. 

Επειδή συχνά τα συμπτώματα της ανορεξίας συμφωνούν με τις πεποιθήσεις της διαταραχής (π.χ αφού χάνω βάρος και νιώθω καλά δεν χρειάζεται να κάνω προσπάθεια να αλλάξω) δίνεται έμφαση στο να κινητοποιηθεί ο ασθενής να εμπλακεί στην ψυχοθεραπεία.  Ακόμη γίνεται ψυχοεκπαίδευση του ατόμου σχετικά με την διατροφή, τον μεταβολισμό και τα πρότυπα διατροφής.  Επιδιώκουμε ο ασθενής να  αναγνωρίσει και να αλλάξει τις τελειοθηρικές δυσλειτουργικές πεποιθήσεις σε σχέση με το σώμα, το φαγητό και τον έλεγχό αυτών.

Η ατομική ψυχοθεραπεία στοχεύει στην  αποκατάσταση της διατροφής, στην μείωση των υπερφαγικών επεισοδίων και των ακόλουθων αντιρροπιστικών συμπεριφορών. Ακόμη κατόπιν ιατρικής παρακολούθησης αντιμετωπίζονται τυχόν σωματικές επιπλοκές που έχουν προκληθεί από την διαταραχή. Γίνεται ψυχοεκπαίδευση σχετικά με το σωματικό βάρος και τα διατροφικά πρότυπα με στόχο την υιοθέτηση υγιεινών προτύπων διατροφής και συμπεριφοράς. Επιδιώκεται η αναγνώριση και αλλαγή των δυσλειτουργικών σκέψεων και συμπεριφορών σχετικά με την διατροφή και την εικόνα σώματος. Τέλος, οι ασθενείς εκπαιδεύονται σε δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων  και ρύθμισης των συναισθημάτων τους, ώστε να υιοθετούν εναλλακτικές συμπεριφορές και να μην καταλήγουν στο φαγητό όταν κάτι τους αγχώνει ή τους θλίβει. 

Ο κύριος στόχος της ψυχοθεραπείας στην διαταραχή υπερφαγίας είναι η διαχείριση των επεισοδίων και της παρόρμησης  μέσα από την αλλαγή της συμπεριφοράς και των γνωστικών και συναισθηματικών παραμέτρων που αφορούν στην διαταραχή. Μέσα από την ψυχοθεραπεία ο ασθενής καταλαβαίνει τις αιτίες ανάπτυξης και διατήρησης της διαταραχής και εκπαιδεύεται να απαντά με λειτουργικές συμπεριφορές όταν κάτι τον απορρυθμίζει συναισθηματικά αντί να ξεσπά στο φαγητό. Τέλος, επιδιώκεται η καλλιέργεια αποδοχής του σώματος και η αναδόμηση των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων σε σχέση με το φαγητό και την εικόνα σώματος  . 

 Γεωργαντόπουλος, Γ. (2020). Διερεύνηση της μεταγνωσιακής λειτουργίας και της εναισθησίας στις διαταραχές πρόσληψης τροφής (Doctoral dissertation, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Σχολή Επιστημών Υγείας. Τμήμα Ιατρικής. Τομέας Κοινωνικής Ιατρικής-Ψυχιατρικής και Νευρολογίας. Κλινική Α’Ψυχιατρική Αιγινήτειου Νοσοκομείου).

Γονιδάκης, Φ., & Χαρίλα, Ν. (2011). Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής. Γνωσιακή–συμπεριφοριστική προσέγγιση. Εκδόσεις πεδίο.

Γονιδάκης, Φ., & Βάρσου, Ε. (2014). Μιλώντας για τις Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής. Εκδόσεις Βήτα. 

Ιωάννη, Μ. Β. (2023). Διερεύνηση της ποιότητας ζωής στις διαταραχές πρόσληψης τροφής (Doctoral dissertation, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης).

 Σαπουνά, Μ. Ε. Α. (2023). Εμπόδια στην εφαρμογή της τηλεψυχιατρικής για τη θεραπεία ασθενών με διαταραχές πρόσληψης τροφής: συστηματική ανασκόπηση (Master’s thesis).

Χαρίλα, Ν., & Ψυχοθεραπεύτρια, Κ. Ψ. P. (2006). Γνωσιακή Συμπεριφοριστική Προσέγγιση στις Διαταραχές Διατροφής.

Fairburn, C. G. (2008). Cognitive behavior therapy and eating disorders. Guilford Press.

Weltzin, T. E., Weisensel, N., Franczyk, D., Burnett, K., Klitz, C., & Bean, P. (2005). Eating disorders in men: Update. Journal of Men’s Health and Gender2(2), 186-193.